αμπούλ(λ)α

αμπούλ(λ)α
η ампула

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αμπούλ(λ)α" в других словарях:

  • Αμπούλ Αμπάς, Αμπντ Αλλάχ — (; 754). Πρώτος χαλίφης (750 54) της δυναστείας των Αββασιδών, που διαδέχτηκε τους Ομεϊάδες. Ήταν απόγονος του Αλ Αμπάλ, θείου του Μωάμεθ, από τον οποίο πήρε το όνομά της η δυναστεία των Αββασιδών. Ο Α.Α. υποστήριξε την εξέγερση ενάντια στους… …   Dictionary of Greek

  • Αμπούλ Αταχίγια — (Κούφα, Μικρά Ασία 748 – Βαγδάτη 828). Άραβας ποιητής. Προερχόταν από ταπεινή οικογένεια. Έζησε στην Κούφα και αργότερα στη Βαγδάτη, όπου εργάστηκε στην αρχή ως αγγειοπλάστης. Στα πρώτα ποιήματά του, που διακρίνονται για το απλό και απέριττο ύφος …   Dictionary of Greek

  • Αλ Ισμπαχάνι Αμπούλ Φαράτζι — (Al Isbahani Abu Al Faraj, 10ος αι.). Άραβας λόγιος, συγγραφέας ανθολογικής και βιογραφικής εγκυκλοπαίδειας …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Αβασίδες — Δυναστεία χαλίφηδων, η οποία διαδέχτηκε το 747 τη δυναστεία των Ομεϊαδών. Ιδρυτής της υπήρξε ο Αμπούλ Αμπάς, ο επιλεγόμενος αλ Σαφάχ(αιμοδιψής). Ενώ οι Α. εδραίωναν την εξουσία τους, ο τελευταίος από τους Ομεϊάδες, αφού γλίτωσε από τη σφαγή που… …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • σουφισμός — Ο ισλαμισμός «μυστικισμός» (από την αραβική λέξη σουφ=μαλλί), επειδή οι πρώτοι μουσουλμάνοι ασκητές φορούσαν ενδυμασία από χοντρό μάλλινο ύφασμα). Το σημαντικότερο κέντρο των ισλαμικών ασκητομυστικιστικών τάσεων υπήρξε το Ιράκ και ιδιαίτερα η… …   Dictionary of Greek

  • Άαχ-Χοτέπ — (16ος αι. π.Χ.).Βασίλισσα της αρχαίας Αιγύπτου, γνωστή και ως Χατσεψούτ. Ήταν μητέρα των φαραώ της 18ης δυναστείας Καμές και Αχμές Α’. Οι ανασκαφές του 1859 αποκάλυψαν στη θέση Ντραχ Αμπούλ Νέγκα των Θηβών τη μούμια της, που καταστράφηκε με… …   Dictionary of Greek

  • Αλ Μουταναμπί — (Al Mutanabi, 915 – 955 μ.Χ.). Προσωνύμιο του Ιρακινού ποιητή Αμπούλ Ταγίμπ Αχμάντ αλ Ντζουφί. Ήταν γιος ενός απλού νεροκουβαλητή και πέρασε τα παιδικά χρόνια του στην έρημο της Αραβίας, όπου μπόρεσε να γνωρίσει άριστα την αραβική γλώσσα. Με την… …   Dictionary of Greek

  • Αλή Μπεν Ισά — (αρχές 9ου αι.).Άραβας αστρονόμος από τη Μεσοποταμία. Έζησε την εποχήτου χαλίφη Α. Μαμούν. Πραγματοποίησε μαζί με τους συναδέλφους του Καλίντ Μπεν Αμπντουλμελέκ και Αμπούλ Ταΐντ, μελέτες για τον προσδιορισμό της λοξώσεως της εκλειπτικής (για την… …   Dictionary of Greek

  • Άμαρ, Ιμπν Γιασίρ — (6oς–7ος αι. μ.Χ.).Σύντροφος του Μωάμεθ, γνωστός και με το όνομα Αμπούλ Γιοχντάν. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μωάμεθ τον έσωσε με θαύμα δύο φορές· μία από τη φωτιά στην οποία τον είχαν καταδικάσει οι ειδωλολάτρες της Μέκκας και την άλλη σε μάχη.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»